- συγκαθαιρώ
- και ιων. τ. συγκαταιρῶ, -έω, Α1. καταβάλλω συγχρόνως2. καταβάλλω μαζί με άλλους3. (γενικά) εκτελώ κάτι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + καθαιρῶ «καταβάλλω, κατορθώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκαθαίρω — Α εξαγνίζω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαίρω «εξαγνίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
συγκαθαγνίζω — Μ συγκαθαίρω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθαγνίζω «εξαγνίζω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
συγκαταιρώ — έω, Α ιων. τ. βλ. συγκαθαιρῶ … Dictionary of Greek